Με πολλές μέρες καθυστέρηση, παρότι πάντα βλέπω με μεγάλο ενδιαφέρον – σχεδόν φανατικά – τις ταινίες του Cameron, είδα την ταινία Avatar. Στην τριδιάστατη έκδοσή της. Τόσο τα εφέ, όσο η μουσική, οι ηθοποιοί και το σενάριο σου χαρίζουν παραπάνω από δύο ώρες πραγματικής ψυχαγωγίας.
Το σενάριο είναι εξαιρετικά απλό, οι ήρωες είναι απλώς καλοί ή κακοί, όπως σε ένα παραμύθι, και ένα συναρπαστικό παραμύθι είναι ολόκληρη η ταινία. Ένας μακρινός πλανήτης λοιπόν, η Πανδώρα, κατοικείται από πανέμορφα εξωτικά πλάσματα, τα οποία πριν από την εισβολή των ανθρώπων, ζούσαν σε έναν κόσμο απόλυτης αρμονίας, έναν κόσμο που θυμίζει το σφαίρο του Εμπεδοκλή. Πανέμορφη φύση με κέντρο της το δέντρο της γνώσης, γύρω από το οποίο είναι οργανωμένος ο πολιτισμός των ιθαγενών. Η φαντασία των σχεδιαστών αφέθηκε αχαλίνωτη στη δημιουργία της χλωρίδας και της πανίδας του εξωτικού πλανήτη. Πιο εντυπωσιακά είναι τα φτερωτά άλογα, πάνω στα οποία πετάνε οι νεαρές και οι νεαροί «νάβι», ανθρωποειδή με ωραίο γαλάζιο δέρμα, πανύψηλοι, με αυτιά ξωτικών και μεγάλα εκφραστικά μάτια. Ένας από αυτούς, ανάπηρος βετεράνος αμερικανός στρατιώτης, μέσω του Αβατάρ του, γίνεται και ο κεντρικός ήρωας της ταινίας. Στον ύπνο του γίνεται «νάβι», ενώ, όταν κοιμάται, το αβατάρ του επιστρέφει στην πραγματική ζωή. Μια ζωή γεμάτη εκκωφαντικές μηχανές, υπαλλήλους και μισθοφόρους μιας πολυεθνικής εταιρείας, μια απέραντη μονοτονία όλο μέταλλο και στρατιωτικές στολές. Άνθρωποι που προσπαθούν να επιβιώσουν σε έναν «εχθρικό» πλανήτη, να «εκπολιτίσουν» τους ιθαγενείς φτιάχνοντας δρόμους και σχολεία. Και μέσα σ’ όλα αυτά και οι επιστήμονες με επικεφαλής τη Σιγκούρνι Γουίβερ, υπεύθυνη για ένα πρόγραμμα το οποίο χρησιμοποιεί ανθρώπινους «πιλότους» για τον έλεγχο των Αβατάρ, υβριδικά σώματα (έχουν και «νάβι» και ανθρώπινο DNA) τα οποία καλλιεργούνται τεχνητά. Όταν η εταιρεία, θα θελήσει να εκμεταλλευτεί ακόμη περισσότερο τα πλούσια κοιτάσματα ορυκτών που υπάρχουν στην Πανδώρα εισβάλλοντας στον πλανήτη, ο πρωταγωνιστής Τζέικ θα πρέπει πια να διαλέξει ανάμεσα στην αγάπη του για τον καινούργιο κόσμο, τη φυλή, την υγεία, τον έρωτα μαζί με την κόρη του αρχηγού από τη μια και το ανθρώπινο είδος από την άλλη.
Η επιλογή είναι εξαιρετικά εύκολη. Ποιος δε θα προτιμούσε τον παράδεισο από έναν καταθλιπτικό τρόπο ζωής, γεμάτο ακρωτηριασμούς, και μια αγωνιώδη προσπάθεια να καταστρέψουμε τη ζωή και τον πλανήτη μας, δουλεύοντας ή πολεμώντας για να αυξήσουν οι διάφορες εταιρείες τα κέρδη τους.
Στο τέλος, λοιπόν, δεν νικάνε οι λευκοί καταστρέφοντας την απέραντη ομορφιά και τελειότητα του εξωτικού πλανήτη. Οι άνθρωποι είναι εκείνοι που εκδιώκονται από τον παράδεισο. Μόνο κάποιοι εκλεκτοί, θα μείνουν, και βέβαια ο ήρωας που θα καταφέρει να γίνει ένας «Νάβι», όπως όλοι θα θέλαμε.
Είναι δύσκολο να επιστρέψεις στον πραγματικό κόσμο μετά από μια τέτοια εμπειρία.